άθεμις

άθεμις
ἄθεμις (-ιτος), ο, η (Α)
άνομος, παράνομος, άδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θέμις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀθεμίτων — ἄθεμις lawless masc/fem gen pl ἀθέμιστος unlawful masc/fem/neut gen pl ἀθέμιτος unlawful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέμιτα — ἄθεμις lawless masc/fem acc sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc pl ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέμιτος — ἄθεμις lawless masc/fem gen sg ἀθέμιστος unlawful masc/fem nom sg ἀθέμιτος unlawful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθεμιν — ἄθεμις lawless masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”